Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

To νομοθετικό σώμα στις ΗΠΑ





Το Κογκρέσο , το νομοθετικό σώμα των ΗΠΑ, συγκροτείται από δυο αντιπροσωπευτικά σώματα: τη Βουλή των αντιπροσώπων και τη Γερουσία.
Στόχος των ιδρυτών του Συντάγματος ήταν ο περιορισμός της δύναμης κάθε θεσμικής εξουσίας και η διαμόρφωση μιας "checks and balances" ισορροπίας μεταξύ τους. Εντός της ίδιας μάλιστα εκτελεστικής εξουσίας, αυτός ο στόχος θα επιτυγχάνετο με τη δημιουργία δυο Βουλών: Την άνω και την κάτω Βουλή. Με αυτόν τον τρόπο θέλησαν να εξισορροπήσουν τη διαφορετική ανάλογα με τον πληθυσμό ισχύ μεταξύ μικρών και μεγάλων πολιτειών. Έτσι, ενώ στη Βουλή των αντιπροσώπων οι θέσεις καταλαμβάνονται ανάλογα με τον πληθυσμό των εκάστοτε πολιτειών, στη Γερουσία κάθε πολιτεία εκπροσωπείται ανεξάρτητα από τον πληθυσμό της με 2 Γερουσιαστές.  "In order to control the legislative authority, you must divide it"(James Madison).

Η Βουλή των αντιπροσώπων έχει 435 θέσεις και η Γερουσία 100 θέσεις, συνολικά δηλαδή 535. Στον αριθμό αυτό, προστίθενται και 3 θέσεις Βουλευτών απο τη περιφέρεια της Κολούμπια (District of Columbia).
H διαδικασία νομοθέτησης είναι βασικά ίδια με αυτήν που υπάρχει στις χώρες της Ευρώπης, αν και διαφέρει σημαντικά στο ότι κάθε νομοσχέδιο που εισάγεται αρχικά είτε στην άνω Βουλή (Γερουσία), είτε στην κάτω Βουλή (Αντιπροσώπων), θα πρέπει να διέλθει και να τύχει της έγκρισης και της άλλης Βουλής.

Αναλυτικά:
Με το που προτείνεται ένα νομοσχέδιο από Βουλευτή/Πρόεδρο, ο εκπρόσωπος της κάτω Βουλής  ή ο πρόεδρος της Γερουσίας το παραπέμπει σε ειδική επιτροπή του σώματος προς επεξεργασία, εξέταση, υιοθέτηση ή απόρριψη. Οι επιτροπές απαρτίζονται απο μέλη της εκάστοτε Βουλής, αναλογικά με την αντιστοιχεία που κατέχουν στην ολομέλεια . Σε περίπτωση που υπερψηφιστεί το νομοσχέδιο εντός της επιτροπής, τότε παραπέμπεται για ψήφιση στην ολομέλεια της εκάστοτε Βουλής: Αν το νομοσχέδιο εισήχθη το πρώτον στην κάτω Βουλή θα συζητηθεί στη δική της ολομέλεια, αν ξεκίνησε απο τη Γερουσία, θα συζητηθεί στη δική της ολομέλεια της.
Αν υπερψηφιστεί εν συνεχεία και στην ολομέλεια (με απλή πλειοψηφία , δηλ. είτε 218 αν ξεκίνησε από τη Βουλή των αντιπροσώπων ή 51 αν ξεκίνησε από τη Γερουσία), τότε ξεκινά η όλη διαδικασία και στην άλλη Βουλή: Θα περάσει από την δική της επιτροπή, θα ψηφιστεί, και μετά θα περάσει στην ολομέλειά της για να υπερψηφιστεί κι εκεί.

Αν τελικά περάσει το νομοσχέδιο και από τα δυο αντιπροσωπευτικά σώματα (με απλή πλειοψηφία), υποβάλλεται στον 'Πρόεδρο της χώρας για επικύρωση.  Αυτός είτε το υπογράφει/επικυρώνει , κάνοντας το νομοσχέδιο νόμο της χώρας, είτε υποβάλλει βέτο.
Το σύνταγμα  προβλέπει να ανατραπεί το βέτο το Προέδρου , αν και οι δυο Βουλές καταψηφίσουν το βέτο το Προέδρου με 2/3 ψήφους για  έκαστο σώμα, πράγμα που έγινε πολύ λίγες φορές ως τώρα στην ιστορία της χώρας.

Η όλη διαδικασία νομοθέτησης φαίνεται εκ πρώτης όψης περίπλοκη και δύσκολη υπόθεση και αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός των ιδρυτών του Συντάγματος: Να προστατέψει τους πολίτες της χώρας από ένα υπερπληθωρισμό νόμων. 

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018



Αποφάσεις του ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, του Supreme Court.
Παρακάτω παρατίθενται κάποιες από τις σημαντικότερες αποφάσεις του ανώτατου δικαστηρίου των ΗΠΑ που άλλαξαν όχι μόνο τα θεμέλια της κοινωνίας τους, τον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης και των λοιπών δυο εξουσιών της χώρας, αλλά που είχαν και επίδραση στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης επηρεάζοντας πρωτίστως τα Συντάγματα τους.

1) Marbury vs. Madison, 1803

Η απόφαση αυτή θεωρείται ως θεμέλιος λίθος του ίδιου του Δικαστηρίου, καθώς καθορίζει τον κυρίαρχο ρόλο του: „Να ακυρώνει νόμους ως αντισυνταγματικούς“.

Για την ιστορία:
Ο William Marbury είχε διοριστεί δικαστής από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ John Adams. (Στις ΗΠΑ οι δικαστές του ανωτάτου δικαστηρίου διορίζονται εφ΄όρου ζωής από τον εκάστοτε Πρόεδρο. Οι Chief justices, όπως αποκαλούνται, είναι συνολικά 9 τον αριθμό). Πριν αναλάβει λοιπόν τα καθήκοντά του ο Δικαστής, εκλέχθηκε νέος πρόεδρος των ΗΠΑ ο δημοκρατικός και αντιφεντεραλιστής Thomas Jefferson, αντίπαλος του John Adams. Ο Υπουργός εξωτερικών του Jefferson, James Madison, (μετέπειτα κι αυτός Πρόεδρος και ένας εκ των θεμελιωτών του σημερινού αμερικανικού συντάγματος), αρνήθηκε να παραδώσει το έγγραφο διορισμού στον δικαστή Marbury, λόγω της έντονης αντιπαλότητας του Jefferson με τον προκάτοχό του Adams. Αργότερα οι παρατάξεις των φεντεραλιστών- αντιφεντεραλιστών θα ονομαστούν Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί αντίστοιχα και η αντιπαλότητα κρατά ως σήμερα. 
Ο εν ενεργεία Δικαστής John Marshall του Δικαστηρίου έκρινε στη υπόθεση που άνοιξε ο νεοδιορσθείς δικαστής κατά του Υπουργού Εξωτερικών αιτολογόντας, ότι "ο σκοπός του εν λόγω Δικαστηρίου είναι α) να ερμηνεύει τους νόμους και β) να τους κηρύσσει, σε περίπτωση που αντιβαίνουν αυτοί το Σύνταγμα της χώρας, ως αντισυνταγματικούς". 
Με την απόφαση αυτή καθιερώθηκε de facto η εξουσία του Δικαστηρίου να ελέγχει και να περιορίζει τις εξουσίες των άλλων δυο εξουσιών , της εκτελεστικής και νομοθετικής σε μια „checks and balances“ δυναμική.

2. Plessy vs. Ferguson, 1890

Η δικαστική διαμάχη εξελίσσεται τώρα σε μια εποχή με έντονα και εμφανή ρατσιστικά χαρακτηριστικά. Όλη η νότια περιοχή της χώρας είναι αναφανδόν ρατσιστική, αφού υπάρχει θεσπισμένος φυλετικός διαχωρισμός στην πρόσβαση σε δημόσια αγαθά και υπηρεσίες.

Ο Homer Plessy είναι κάτοικος της Λουϊζιάνα και κατά 1/8 αφροαμερικανός. Είναι όμως λευκός από βιολογική πλευρά. Στα δημόσια μέσα συγκοινωνίας της εποχής, υπήρχε χωροταξικός διαχωρισμός μεταξύ μαύρων και λευκών. Οι λευκοί κάθονταν στα πρώτα βαγόνια, στις πρώτες θέσεις, ενώ οι μαύροι πάντα πίσω, σε βαγόνια-αποθήκες. (Πολλά χρόνια αργότερα θα δούμε να διεκδικεί μια μαύρη γυναίκα τα κοινωνικά δικαιώματά της επίσης σε θέση μέσου συγκοινωνίας: Η Ρόζα Πάρκς, που άνοιξε ουσιαστικά τον δρόμο των κοινωνικών διεκδικήσεων στην Αμερική). Προκειμένου λοιπόν να προκαλέσει έναν δικαστικό αγώνα , o Homer Plessy έκλεισε θέση σε βαγόνι τρένου πρώτης κατηγορίας, ειδοποιώντας ταυτόχρονα τον υπάλληλο ότι είναι μαύρος. Σκοπός του ήταν να προβοκάρει τη σύλληψή του , όπερ κι έγινε. To δικαστήριο τον καταδίκασε λόγω παράβασης του νόμου περί φυλετικού διαχωρισμού.
Εν συνεχεία, ο Plessy μήνυσε τον Δικαστή επικαλούμενος ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του σε ίση μεταχείριση υπό τον νόμο, όπως είχε θεσπιστεί με την 14η τροπολογία του Συντάγματος (14th Amendment).
To Supreme Court έκρινε ότι ο φυλετικός διαχωρισμός σε δημόσια μέσα μεταφοράς είναι νόμιμος, εφόσον υπάρχει εγγύηση περί ίσης μεταχείρισης „equal protection under the law“. (τουτέστιν: „ ίδια δικαιώματα με τους λευκούς , αρκεί να μην είστε μαζί με τους λευκούς“) . Σήμερα ισχύει ο γενικός αυτός κανόνας ως "ισότητα μεταξύ όμοιων". Τότε λοιπόν το Δικαστήριο έκρινε ότι οι μαύροι ΔΕΝ ήταν όμοιοι με τους λευκούς.
Εξ αφορμής αυτής της απόφασης, υπήρξε στη συνέχεια καταιγίδα νόμων στον νότο της χώρας με έντονο το στοιχείο του φυλετικού διαχωρισμού. Ήταν οι λεγόμενοι "Jim Crows laws" που διαχώριζαν τους μαύρους από τους λευκούς νόμιμα ενώπιον κάθε είδους δημόσιας υπηρεσίας.

3. Brown vs. Board of Education, 1954

60 χρόνια μετά την παραπάνω απόφαση , το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί τώρα σε υπόθεση με ίδια χαρακτηριστικά, αυτή τη φορά όμως αφορούσε ένα αφροαμερικάνικο κοριτσάκι, μαθήτρια του δημοτικού. Η μαθήτρια είχε αποβληθεί από το δημοτικό σχολείο λόγω χρώματος και επειδή δεν υπήρχαν αντίστοιχες τάξεις για έγχρωμα παιδάκια εκεί.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αποβολή στοιχειοθετεί παράβαση της 14ης τροπολογίας („equal protection under the law“), και ότι η αρχή που είχε εισάγει το ίδιο το Δικαστήριο στην απόφαση του „Plessy vs Ferguson“ („seperate but equal“) δεν ήτο πλέον δυνατό να σταθεί στη δημόσια εκπαίδευση, κρίνοντας πλέον αντισυνταγματικό τον διαχωρισμό λόγω χρώματος.
4. Jerry Gault, 1966

Στην υπόθεση αυτή ένας ανήλικος κατηγορήθηκε για διατάραξη οικογενειακής ειρήνης (έκανε εκφοβιστικά τηλεφωνήματα σε γειτόνους). Δικάστηκε και καταδικάστηκε χωρίς καν να ειδοποιηθούν οι γονείς του , αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπονταν από τον ποινικό νόμο της πολιτείας. Φυσικά και δεν είχε προστρέξει κανένας δικηγόρος υπεράσπισης, αφού η διαδικασία εκδίκασης της υπόθεσης έγινε ουσιαστικά εν κρυπτώ. 

Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι και οι ανήλικοι έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες δικονομικές δυνατότητες όπως οι ενήλικοι, ήτοι δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (14η τροποποίηση), δικαίωμα σε δικηγόρο (6η τροποποίηση) και δικαίωμα στη μη αυτοενοχοποίηση /δικαίωμα σιωπής (5η τροποποίηση).
5. Tinker vs. Des Moins, 1969

Δυο φοιτητές πανεπιστημίου φόρεσαν μαύρο περιβραχιόνιο κατά τη διάρκεια διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο, για να διαμαρτυρηθούν κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. Αποβλήθηκαν από την επιτροπή και προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη. 

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αποβολή των φοιτητών από τη σχολή για τον λόγο οτι φορούσαν μαύρο περιβραχιόνιο, παραβίασε το δικαίωμα έκφρασής τους, όπως αυτό προστατεύεται από 1η τροποποίηση του Συντάγματος. 
Σημασία έχει η απόφαση, καθώς με αυτήν κρίθηκε το πρώτον ότι το δικαίωμα έκφρασης δεν περιστέλλεται σε ειδικούς χώρους, όπως τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, και ότι το δικαίωμα έκφραση δεν περιέχει μόνο το λεκτικό στοιχείο (ομιλία), αλλά εξικνείται σε κάθε άλλο μέσο έκφρασης, όπως ντύσιμο (πχ. παθητικές στολές είναι αντισυνταγματικές).
Αργότερα σε άλλη του απόφαση θα κρίνει, ότι ακόμα και το κάψιμο της αμερικανικής σημαίας ως ένδειξη διαμαρτυρίας, προστατεύεται από αυτό το δικαίωμα έκφρασης, 1st Amendment.

6. Gideon vs. Wainright, 1963

Εδώ το Δικαστήριο ασχολήθηκε και πάλι με την έκταση των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου. Ο Gideon ήταν ένας άπορος μικροεγκληματίας. Είχε κλέψει από ένα μπαρ της περιοχής ένα μικροποσό χρημάτων. Στη δίκη αιτήθηκε να του διοριστεί συνήγορος υπεράσπισης, αφού δεν είχε τα οικονομικά μέσα να προσλάβει δικό του δικηγόρο. Το ποινικό δικαστήριο της πολιτείας της Florida αρνήθηκε, αφού κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν για τα δικαστήρια των πολιτειών (μόνο ενώπιον των ομοσπονδιακών δικαστηρίων υπήρχε ρητή ρύθμιση). 

Σε ένα γράμμα που απέστειλε μετά την καταδίκη του στο Supreme Court, ο Gideon παραπονέθηκε για την απόρριψη του αιτήματός του και το Δικαστήριο αναιρώντας την καταδίκη έκρινε, ότι "όλοι ανεξαιρέτως" που δικάζονται, δικαιούνται συνήγορο υπεράσπισης, ακόμα και όταν δεν έχουν τα οικονομικά μέσα. Οι πολιτείες θα πρέπει να νομοθετήσουν σχετικώς, έτσι το ανώτατο Δικαστήριο.
7. Miranda vs. Arizona, 1966

H πιο διάσημη ίσως απόφαση του Δικαστηρίου αναφορικά με τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, λόγω της συχνής προβολής του δικαιώματος αυτού σε ταινίες, είναι αυτή. Αν και έτυχε μεγάλης αποδοκιμασίας από την αμερικανική κοινή γνώμη όταν δημοσιεύτηκε, ότι δήθεν προστατεύει εγκληματίες, ωστόσο η απόφαση αυτή αφορούσε στην πραγματικότητα τον περιορισμό της ισχύος της Αστυνομίας.

Ο Ernesto Miranda, άνθρωπος ιατρικά αποδεδειγμένα χαμηλής νοητικής στάθμης, καταδικάστηκε από το πολιτειακό δικαστήριο της Arizona για κακούργημα , αλλά ο δικηγόρος του απέδειξε ενώπιον του Supreme Court ότι ο πελάτης του δεν γνώριζε καν ότι είχε δικαίωμα σε δικηγόρο υπεράσπισης ή ότι δικαιούνταν να σιωπήσει καθ’ όλη τη διάρκεια της προδικαστικής διαδικασίας, όπως προβλέπονταν ήδη ρητά στο Σύνταγμα (5η και 6η τροπολογία).

Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα όργανα καταστολής έχουν υποχρέωση να ταυτοποιούνται, καθώς και να ενημερώνουν "ρητά" τον υπόδικο για το δικαίωμα σιωπής/ δικαίωμα του σε δικηγόρο κατά τη σύλληψη .


8. District of Columbia, 2008

H περιφέρεια της Columbia (δεν είναι πολιτεία) πέρασε νόμο που απαγόρευε την οπλοφορία στην περιφέρειά της. Ο Dick Heller, αστυνομικός στο επάγγελμα, ισχυρίστηκε ότι χρειαζόταν το όπλο και εκτός υπηρεσίας, στο σπίτι του, για αυτοπροστασία. 

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η 2η τροπολογία (2nd Amendment) ισχύει ακόμα και σε ειδικές περιφέρειες και εδάφη, όχι μόνο σε πολιτείες, και διασφαλίζει το δικαίωμα στην αυτοάμυνα/αυτοπροστασία.
Ήταν η πρώτη και μοναδική ως τώρα φορά, που το Δικαστήριο ασχολήθηκε και έκρινε υπέρ της οπλοφορίας.
Σχολιαστές αναφέρουν ότι στην εν λόγω απόφαση έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι 5 από τους συνολικά 9 δικαστές είχαν διοριστεί από ρεπουμπλικάνους Προέδρους, ενώ οι 4 δικαστές, που ήταν κατά της οπλοφορίας, είχαν διοριστεί από δημοκρατικούς Προέδρους. Η απόφαση ελήφθη με πλειοψηφία 5-4.