Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Περί μεγαλοφυών





Έχουμε ανάγκη από ιδιοφυίες; Ναι, αλλά μόνο για να σημαδεύουμε τις καμπές και για να προσδιορίζουμε με μεγαλύτερη ευκολία τους πόθους καιι προσδοκίες μιας εποχής. Άρα τον μεγαλοφυή , φερ ειπείν τον μεγαλοφυή καλλιτέχνη, τον αναμένουμε όταν τα πραγματα απο αισθητικής άποψης έχουν ωριμάσει τόσο πολύ, όταν οι καλοί καλλιτέχνες είναι τόσοι πολλοί, που δεν μπορεί παρά μέσα από τους πολλούς καλούς καλλιτέχνες, να ξεπεταχτούν μερικοί άριστοι και μέσα από τους άριστους ένας ή περισσότεροι ιδιοφυείς. Ενώ ανάμεσα στους ιδιοφυείς είναι πολύ πιθανό να υπάρξει μια μεγαλοφυΐα, δηλαδή ένας ηγέτης, ένας καθοδηγητής που θα έρθει να εκπληρώσει κάποιες προσδοκίες. 
Και σε τι συνίστανται αυτές οι προσδοκίες; Αφενός σε μια αναμφισβήτητη κορύφωση του δοκιμασμένου. Ταυτόχρονα όμως πέρα από την κορύφωση, ο μεγαλοφυής προτείνει, παρουσιάζει, αποκαλύπτει το νέο, το καινούργιο, το άγνωστο. Αποτελεί τη γέφυρα από το παλιό στο νέο. Γνωρίζει το παλιό καλά, αλλά το αντιμετωπίζει άφοβα, έτοιμος να το καταβαραθρώσει. Το χρησιμοποιεί για δικά του σχέδια, βαστάζει πάνω στο δοκιμασμένο απλώς για να κάνει τη δουλεία του που έχει κατά νου. Αποκαλύπτει τα αφανέρωτα. Ανοίγει το δρόμο που θα περπατήσουν οι υπόλοιποι. Είναι ο δημιουργός που υποδεικνύει μια διέξοδο από μια εποχή, στην οποία έχουν πλέον εξαντληθεί τα εκφραστικά της μέσα και βαδίζει προς το τέλος της.

Στην ιστορία της ανθρωπότητας υπήρχαν λίγες μεγαλοφυΐες. Τόσο στις επιστήμες, όσο και στις τέχνες. Παραδείγματος χάριν στον χώρο της υποκριτικής. Η δεκαετία του 50' ήταν η εποχή που είχε το προνόμιο να φιλοξενεί ξακουστά ταλέντα υποκριτικής, το ένα πιο δυνατό από το άλλο, όλα αναντίρρητα ιδιοφυΐες. Λώρενς Ολιβιές, Τσάρλς Λόουτον, Κλάρκ Γκέιμπλ, Ερολ Φλίν, Τζείμς Μείσον, Κάρι Γκραντ κ.α., ήταν η Αβανγκάρντ του χώρου. Η έκφραση των συναισθημάτων των σκιωδών χαρακτήρων γινόταν κυρίως με λόγια. Αυτό ήταν το κυρίαρχο μέσο έκφρασης της εποχής στο πανί της μεγάλης οθόνης. Και κάπου εκεί, εκ του πουθενά, ανάμεσα στην κυρίαρχη αγγλική σχολή υποκριτικής, ξεπετάγεται ένας ανώνυμος 23χρονος Αμερικανός, που δεν παίζει απλώς κάποιον ρόλο, δεν "γεμίζει" έναν σκιώδη χαρακτήρα, όπως έκαναν τα μεγαθήρια πάνω, αλλά, τον ζει. Με το σώμα του. Με την ψυχή του. Χάνεται μέσα στο ρόλο και δεν υπάρχει πλέον κανένας ηθοποιός. Υπάρχει μόνο ο χαρακτήρας που υποδύεται. Ηθοποιός και σκιώδης χαρακτήρας έσμιξαν αξεδιάλυτα σε ένα και το αυτό. Σίγουρα κατά την επιθυμία του Στανισλάβσκι. Και ταράζει ο 23χρονος συθέμελα το σύμπαν με το πρωτοφανέρωτο ταλέντο του. Δεν είναι ότι σε πείθει για τον ρόλο που υποδύεται. Δεν είναι ότι σου προκαλεί τα συναισθήματα που περιμένεις να σου προκαλέσει ο ρόλος που υποδύεται. Είναι κυρίως ότι σου προκαλεί συναισθήματα που σου ήταν ως τώρα άγνωστα σε σένα τον ίδιο τον θεατή, καθώς τον βλέπεις στην οθόνη.
Εκεί έγκειται η μεγαλοφυΐα του. Δεν ξέρεις πώς θα είναι στο επόμενο δευτερόλεπτο η επόμενη αντίδρασή του, δεν έχει ιδέα ποια στάση σώματος θα πάρει καθώς θα μιλήσει στην Μπλάνσετ, δεν φαντάζεσαι πώς θα πει αυτά που του επιτάσσει να πει το σενάριο.
Απλώς κάθεσαι και τον παρακολουθείς αποχαυνωμένος, παρασυρμένος από κάτι το μαγνητικό που εκπέμπει που δεν προσδιορίζεται και δεν μπορείς να το διαχειριστείς.


Είχε γεννηθεί μια μεγαλοφυΐα.

Έκτοτε κάθε ηθοποιός του σινεμά θα αναμετριέται με αυτόν και με το εκτόπισμα του επί της σκηνής. Αποτελεί πλέον μέτρο σύγκρισης για όλους, η λυδία λίθος του ίδιου τους του παιξίματος. Από τον Ντε Νίρο, τον Πατσίνο, Ντυβάλ, κ.ο.κ.


Το όνομα αυτού, Μάρλον Μπράντο.

Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Οδηγίες πλεύσης







Ο Μπρεχτ μέσα από τα έργα του έθεσε τα μεγάλα διλήμματα του πολιτικού ανθρώπου, της Ιστορίας και της πολιτικής ηθικής. Θα ήταν λοιπόν χρήσιμο να ανθολογήσουμε τις ιδεολογικές θέσεις του.

Κατά καιρούς, όπως επιστρέφουμε στους αρχαίους, στους ευρωπαϊκούς κλασικούς, καλό είναι να ξαναγυρίζουμε και στους πιο κοντινούς μας συγγραφείς , που εκτός των άλλων ΄εχουν και την εμπειρία γεγονότων, καταστάσεων και ιδεολογικών συνδρόμων, σύμφυτων με τις δικές μας συχνά αιματηρές και οδυνηρές πληγές.
Έτσι βρίσκω διδακτικό (με την έννοια που πήρε αυτός ο όρος στη θεατρική ιστορία του Μεσοπολέμου) να καταφύγω στα από σκηνής μαθήματα που μας έδωσε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ.

Στη «Μάνα κουράγιο και τα παιδιά της», η κεντρική θέση που υπερασπίζεται σκηνικά είναι πως στις μεγάλες κρίσεις και όχι μόνο στου πολέμους, οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Το πρόβλημα της επιβίωσης για έναν φτωχό είναι να εκμεταλλευτεί, πέρα από τα όρια όποιας ηθικής, τις συνθήκες. Έτσι εξηγεί την αλλοτριωτική μηχανή που καθιστά συχνά τον άνθρωπο μέσα από την κρίση θηρίο ανελέητο, αναίσθητο και ηθικά κυνικό. Μια μάνα που ζει πουλώντας τα αναγκαία στον στρατό, όταν της φέρνουν νεκρό το γιο της που έχει γίνει μισθοφόρος του εχθρού, αρνείται ότι τον γνωρίζει για να διασώσει την πραμάτειά της και το ψωμί των άλλων παιδιών της.

Στον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν» ο Μπρεχτ θέτει το άτεγκτο ερώτημα στο κοινό, όλων των εποχών: «Μπορεί μέσα σε μια κοινωνία διαφθοράς, διαπλοκής, ασυδοσίας, ανομίας, κλοπής, εγκληματικότητας, ένας άνθρωπος να είναι καλός, άμεμπτος, αγνός, αδωροδόκητος, έντιμος;» Πηγαίνοντας πιο πέρα από τον Ντοστογιέφσκι του «Ηλιθίου», ο Μπρεχτ θεωρεί πως ο υποτιθέμενος καλός άνθρωπος μέσα στην κοινωνία των λύκων , μετατρέπεται σε λεία, θύμα και άθυρμα. Για να στηριχτεί η μαρξιστική διατύπωση πως για να αλλάξει ο άνθρωπος πρέπει να αλλάξει η κοινωνία ολόκληρη. 

Στο έργο του Μπρεχτ « Ο άνδρας είναι άνδρας» ένας παρίας, ένας περιθωριακός, ένας  άνεργος από αφέλεια ή από απόλυτη ανάγκη εντάσσεται σε μια δομή εξουσίας και από ρακένδυτος, αποσυνάγωγος, φορώντας στολή μεταστοιχειώνεται σε γρανάζι του εξουσιαστικού μηχανισμού για να καταστεί τελικά τύρρανος ,α αφοσιωμένος υπηρέτης του συστήματος. Γνωρίζουμε εξάλλου και στον τόπο μας  πως οι βασανιστές Αστυνομίας και ΕΣΑ αλιεύονταν από λαϊκές τάξεις, αγράμματα παιδιά , άνεργα, που ασκώντας εξουσία μεταποιούνταν σε τυφλά όργανα, φανατικά στελέχη της τυραννίας. 

Στο «Βίο του Γαλιλαίου», ο Μπρεχτ ασχολείται με τα προβλήματα και τα αδιέξοδα των διανοουμένων, των επιστημόνων κ.τ.λ. Σε μια κοινωνία εμπορευματική, κερδοσκοπική και τοκογλυφική, ένας επιστήμονας ή ένας στοχαστής θα μείνει στο περιθώριο, θα πεθάνει από την πείνα, αν δεν αποφασίσει να γίνει χρήσιμος στο σύστημα προσφέροντας πρακτικές εφαρμογές που θα βελτιώνουν τις παραγωγικές μηχανές, την ασφάλεια και τη χρηστική διάρκεια των εργαλείων. Από τη ν άλλη, αν ενταχθεί σε ιδεολογικές ομάδες, ακόμα και εχθρικές προς το κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα, οι ιδέες και θεωρίες του οφείλουν να προσαρμόζονται στο πολιτικό, θρησκευτική ή ηθικό δόγμα που διέπει  την ομάδα ή τη φράξια. Αλλιώς, στην καλύτερη περίπτωση, απορρίπτεται ή εξορίζεται και στη χειρότερη, ανεβαίνει στο ικρίωμα ή στην πυρά. Θυμηθείτε τον Σωκράτη, τον Τζορντάνο Μπρούνο, τον Ζαχάροφ.

Στην «Όπερα της δεκάρας» ο Μπρεχτ, πέρα από τη σκηνική απόδειξη του προσοσιαλιστικού στοχασμού «το τραπεζικό σύστημα είναι νόμιμη κλοπή», θεμελιώνει σκηνικά την  άποψη πως,  «η κλοπή μιας τράπεζας είναι πταίσμα μπροστά στην ίδρυση της τράπεζας» . Σε αυτήν την ανελέητη σάτιρα του αστικού συστήματος Ο Μπρεχτ διαπιστώνει πως το παράνομο εμπόριο, η πορνείας, η διακίνηση ναρκωτικών ευδοκιμούν χάρη στην υποστήριξη της αστυνομίας και πως η σύγκρουση συμφερόντων ωθεί ανθρώπινες ομάδες στην οργανωμένη επαιτεία , στην εκμετάλλευση της μικροαστικής υποκρισίας για φιλανθρωπία και το κουκούλωμα από την ανώτατη εξουσία του εγκλήματος αλλά και στον συμβιβασμό της Δικαιοσύνης με την παρανομία.

Στον «κύκλο με την κιμωλία» θέτει το καίριο ερώτημα σε ποιόν ανήκουν τα παραγωγικά εργαλεία ή η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών φυσικών πηγών. Και η απάντηση που δίνει είναι πως τα παραγωγικά εργαλεία, οι μηχανές , οι μέθοδοι, οι διαδικασίες ανήκουν σε αυτούς που τα εργάζονται και όχι σ αυτούς που τα άρπαξαν και πλουτίζουν με την υπεραξία του εργατικού μόχθου.
Αυτά . Και αν τα αξιολογήσει κανείς , ίσως φανούν χρήσιμα στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε.

Κώστας Γεωργουσόπουλος

(Το παραπάνω άρθρο γράφηκε στις 16 Ιουλίου 2011 στην κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας «Τα Νέα».)

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Albert Camus




Μερικές φορές, ο μαθητής Albert Camus ελπίζει κρυφά να μην περάσει τις εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο. Από την μια ονειρεύεται να τελειώσει το σχολείο και να μπει στο Πανεπιστήμιο, να διεισδύσει στον κόσμο των βιβλίων και της γνώσης. Όμως αν διαλέξει αυτόν το δρόμο, το διαισθάνεται, θα αφήσει για πάντα πίσω την οικογένειά του. Και πράγματι: Με κάθε λέξη που θα γράφει αργότερα ως συγγραφέας , προς το δρόμο για το νόμπελ λογοτεχνίας, θα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την πατρίδα του και από την οικογένεια του. Που δεν γνωρίζει τίποτα περί λογοτεχνίας. «Δεν μπορούσα να ζήσω την ζωή τους, που ήταν μέσα στην άγνοια» δήλωσε χρόνια αργότερα στην αυτοβιογραφία του. Νιώθει γι' αυτό του το αίσθημα ένα είδος ενοχής.

Ο Albert Camus γεννήθηκε στις 7. Νοεμβρίου 1913 σε μια μικρή πόλη στην Αλγερία, που ήταν τότε γαλλική αποικία. Ο πατέρας του ήταν εργάτης. Λίγο μετά τη γέννησή του , ο πατέρας του στρατολογείται στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όπου και σκοτώνεται σε μάχη κοντά στη Μάρνη. Ο Camus δεν θα τον γνωρίσει ποτέ. Μεγαλώνει μαζί με την μητέρα , τη γιαγιά και το θείο του. Και οι τέσσερεις μοιράζονται ένα μικρό διαμερισμάκι σε μια φτωχογειτονιά στο Αλγέρι. Η μητέρα του έχει πρόβλημα ακοής και ομιλίας. Το λεξιλόγιό της είναι αυτό ενός μικρού παιδιού. Ο θείος είναι κωφάλαλος.

Είναι οι δάσκαλοί του που θα του αποκαλύψουν έναν κόσμο περά αυτόν της σιωπής που είχε συνηθίσει : τη λογοτεχνία. Ο Camus αποξενώνεται όλο και περισσότερο από την οικογένειά του. Η λέξη «βιβλιοθήκη» είναι άγνωστη στη μάνα του. Αυτά που μαθαίνει στο σχολείο, δεν μπορεί να της τα εξηγήσει. Ούτε στη γιαγιά του. Νιώθει εντελώς μόνος. Σε κάθε σχολική εκδήλωση που συνοδεύεται από τη μαμά του, ντρέπεται για τα φτωχικά της ρούχα και την ανεπιτήδευτη συμπεριφορά της. Αμέσως μετά μετανιώνει οικτρά που ντράπηκε.
Μετά το σχολείο ξεκινά τις σπουδές του στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου στο Αλγέρι. Στο πρώτο κιόλας εξάμηνο, «κλέβει» από τον κολλητό του τη φίλη του και την αρραβωνιάζεται.

Η Simone Hié είναι εξωστρεφής, όμορφη . Είναι ένα κορίτσι από καλό σπίτι, φοράει καπέλα, μοντέρνα μεταξωτά φουλάρια και ψηλοτάκουνα. Ο Camus αρχίζει κι αυτός να καλλωπίζεται. Βάζει ζελέ στα μαλλιά του , φορά σακάκι και παπιόν. Μαζί με φίλους ιδρύει μια θεατρική ομάδα, γράφει άρθρα σε εφημερίδες και γίνεται μέλος του κουμουνιστικού κόμματος. Είναι το «Must» της εποχής για κάθε διανοούμενο το να εγγράφεται στο ΚΚ. Αν και λίγο αργότερα θα αποχωρήσει από το κόμμα, την εποχή εκείνη γράφει ασταμάτητα άρθρα και δίνει διαλέξεις για το φασισμό που εξαπλώνεται στην Ευρώπη και για το χρεοκοπημένο καπιταλιστικό τραπεζικό σύστημα. Σε κάθε του ομιλία, παρίσταται ενας τουλάχιστον αστυνομικός.
Το Πανεπιστήμιο του απέχει μόλις μια ώρα από το σπίτι του. Αυτό όμως απέχει μια ζωή από τον ίδιο. Την μάνα του την επισκέπτεται όλο και πιο αραιά.

Παιδί όταν ήταν , αρρωσταίνει από πολιομυελίτιδα. Στα 16 του νοσηλεύεται για μήνες ολόκληρους σε κρίσιμη φάση σε σανατόριο. Θα αναρρώσει τελικά αλλά δεν θα γιατρευτεί ποτέ πλήρως. Αρχίζει και παίζει ποδόσφαιρο. « Ότι έμαθα στη ζωή μου για την ηθική και για τις ανθρώπινες υποχρεώσεις, το έχω μάθει στο ποδόσφαιρο», θα πει αργότερα . Παράλληλα με τις σπουδές του δουλεύει σε περιστασιακές δουλειές από όπου αποκερδίζει αρκετά χρήματα , για να κάνει ταξίδια. Γερμανία Αυστρία, Τσεχοσλοβακία είναι οι πρώτοι τους σταθμοί. Στα ταξίδια του μαθαίνει ότι η γυναίκα του τον απατά. Είναι εθισμένη στους άντρες και στη μορφίνη. Πλαγιάζει με το ιατρό της και ως αντάλλαγμα έχει απροσμέτρητες ποσότητες μορφίνης. Όταν χωρίζει τελικά από τη γυναίκα του, είναι μόλις 23 ετών. Στο βιογραφικό του καταγράφονται ήδη μια σοβαρή ασθένεια, οι σπουδές του και ένα διαζύγιο. Ήρθε πλέον ο καιρός για ένα μυθιστόρημα.
Το πρώτο του έργο «Ο ευτυχισμένος θάνατος» δεν θα δημοσιευτεί ποτέ εν ζωή. Χρησιμεύει πιο πολύ ως εφαλτήριο για το επόμενο μυθιστόρημά του, «Ο ξένος». Αυτό θα τον εκτοξεύσει μονοκονδυλιάς στους ελιτικούς , λογοτεχνικούς κύκλους του Παρισιού.

Φιλονικεί συνέχεια με το πνευματικό του alter -ego- Jean-Paul Sartre για τον κομμουνισμό και καπνίζει με την Simone de Beauvoir τσιγάρα στο περιβόητο Café de Flore. Το 1957 του απονέμεται το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας . Συγκαταλέγεται πλέον στην creme de la crème της λογοτεχνίας. Λίγα χρόνια αργότερα , στις 04.01.1960, θα υποκύψει στα τραύματα του από τροχαίο δυστύχημα. Δίπλα των συντριμμιών βρίσκουν ένα μη τελειωμένο Manuskript, ένα απόσπασμα αυτοβιογραφίας. Ήθελε να γράψει για τον εαυτό του. Για τη ζωή του. Να καταγράψει την παιδική του ηλικία και να αφιερώσει το έργο στη μητέρα του. Στο σημείωμα που βρέθηκε δίπλα του έγραψε : « Είμαι ανίκανος να γράψω ακόμα και με χίλιες λέξεις , αυτό που μπορούσε να πει εκείνη με μια της μόνο σιωπή».
Ο Jean-Paul Sartre, ο φιλόσοφος της μεγαλοαστικής τάξης, χαρακτήρισε κάποτε τον Camus ως «αλγερινό τσογλάνι». Ο Camus θα το εκλάμβανε αυτό σίγουρα ως κομπλιμέντο. .

(Το παραπάνω αποτελεί μετάφραση άρθρου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Zeit Campus» τεύχος 04/2014)

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Η κουτσομπόλα γυναίκα



Η κουτσομπόλα γυναίκα

Τελικά η γυναίκα είναι από τη φύση της κουτσομπόλα; Υπάρχει καταρχήν αυτή η φυσική ιδιότητα ; Παρατηρείται και είναι γνώρισμα μόνο της γυναίκας ή μήπως και του αντρός; Η μήπως είναι μόνο σημείο των καιρών , δηλαδή κάποιο πολιτιστικό γνώρισμα που αφορά μόνο τις γυναίκες;

Την απάντηση την δίνει ο Ουμπέρτο Εκο. Το πολιτιστικό περιβάλλον καθορίζει τη φύση των ανθρώπων σε τέτοιο σημείο, που  να μην είμαστε πια σε θέση να το διακρίνουμε ακόμη κι όταν αποκρούομε ρατσιστικές γνώμες όσων αποδίδουν σε σταθερή φυσική ιδιότητα τη συμπεριφορά κάποιου , δηλαδή όταν κάνουν φυλετικές διακρίσεις.

Η τελευταία οικουμενική Σύνοδος τελείωσε χωρίς να παραχωρήσει στις γυναίκες την ιερατεία, λόγω του φόβου να εμπιστευτεί τη διακονία της εξομολόγησης στις γυναίκες διότι «όπως ξέρουμε είναι κουτσομπόλες και δε θα καταφέρουν να διαφυλάξουν το μυστικό της εξομολόγησης»

Ρατσισμός θα πούνε οι περισσότεροι αφού κατά τη γνώμη τους δεν υπάρχει φυσικό , ήτοι φυλετικό χαρακτηριστικό σαν γενικευμένο, σταθερό αιώνιο. Όμως το πρόβλημα δεν είναι να αρνιόμαστε ένα δεδομένο φαινομενικά φυσικό χαρακτηριστικό αλλά να το αναγάγουμε στην πολιτιστική του μήτρα.

Και φυσικά και είναι αλήθεια ότι οι γυναίκες κλίνουν προς αυτό που χαρακτηρίζουμε «κουτσομπολιό» ακόμα και εις βαρος της εχεμύθειας. Ως κουτσομπολιό μπορεί να ορισθεί ένα μεγάλο ενδιαφέρον για τις ιδιωτικές υποθέσεις των άλλων με μια τάση διάδοσης των πληροφοριών συνοδεύοντας τες με μια προσωπική αξιολόγηση.
Η ανάγκη όμως της γνώσης των πράξεων των όμοιων μας και η συζήτηση γύρω από αυτές είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος. Ο άνθρωπος που δεν ενδιαφέρεται για όσα συμβαίνουν στους άλλους και δε νιώθει την ανάγκη να τα κρίνει δημόσια είναι άρρωστος.

Μόνο που εξαιτίας της εκπαίδευσης και της αιώνιας διαίρεσης των καθηκόντων μεταξύ των φύλων, στον άντρα ανατίθεται η διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων και στη γυναίκα ανατίθεται η διαχείριση των ιδιωτικών υποθέσεων, δηλαδή της οικογενείας. Τα δημόσια πράγμα εκτείνονται σε αχτίδα πόλης, κράτους ενώ η οικογένεια έχει αχτίνα δράσης που ενδιαφέρει μόνο την πολυκατοικία, τη συνοικία το χωριό.
Ενώ λοιπόν όταν ο άντρας «κουτσομπολεύει» συνέχεια για τα δημόσια πράγματα, δηλαδή για την πολιτική και διοικητική μηχανή και ενδιαφέρεται πάντα γι αυτό που κάνουν δημοσίως οι άλλοι, τα διαδίδει και τα κρίνει, θεωρείται γι αυτό δραστήριος και θαρραλέος. Με άλλα λόγια σε δημόσιο επίπεδο το κουτσομπολιό είναι αρετή.
Η καταπιεστική κατάσταση στην οποία βρέθηκε η γυναίκα επί χιλιετηρίδες την ανάγκασε να ταυτίσει τη σφαίρα του ιδιωτικού με τη μοναδική σφαίρα του δημοσίου στην οποία μπορούσε να δράσει. Επειδή κάθε υγιής άνθρωπος κάνει κουτσομπολιό για να υπακούσει στο ένστιχτο κριτικής και κοινωνικής γνώσης, η γυναίκα αναγκαστικά έκανε κουτσομπολιό στο μοναδικό χώρο που της ήταν ελεύθερος από την κυριαρχία του αντρος. Δηλαδή στο χώρο της πολυκατοικίας, της συνοικίας, του χωριού.
Το κουτσομπολιό που κάνουν οι γυναίκες σε στυλ κυρά Κατίνας, δεν είναι τίποτε άλλο από κριτική των άλλων γυναικών για το πώς διαχειρίζονται τα ιδιωτικά του πράγματα, τις ιδιωτικές τους υποθέσεις.
Το κουτσομπολιό της καθορίζει τα όρια της κοινωνικότητας της μέσα στα οποία η γυναίκα είναι υποχρεωμένη να ζει.

Τώρα , θα πει κάποιος ότι τα πράγματα έχουν εξελιχτεί, η διάκριση των ρόλων βάσει του φύλου δεν είναι πλέον τόσο ευκρινής κλπ. Άρα στη ημερών εποχή δεν μπορεί να ισχύουν τα παραπάνω. Η απάντηση είναι ότι μπορούν και παραμπορούν. Διότι ο επί χιλιάδες χρόνια καθορισμός των ρόλων, καθηκόντων και δικαιωμάτων μεταξύ των φύλων δεν μπορεί να καταλυθεί σε μόλις μια γενιά ας πούμε. Η διάκριση και η συνακόλουθη φύση λειτουργούν ακόμη αταβιστικά. Γι αυτό και έχουμε δικηγορίνες φερ ειπείν, που το πρωί είναι πέρα για πέρα χειραφετημένες, δραστήριες, ψυχροί και ικανοί επαγγελματίες , αλλά το βράδυ ρωτάνε να μάθουν για τη γειτόνισσα από την άλλη γειτόνισσα.

Η φύση του ανθρώπου αλλάζει μόνο αλλάζοντας τις πολιτιστικές συνθήκες. Και η γυναίκα δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει ιερέας όσο θα τη θέλουμε μόνο άγγελο της οικογενειακής εστίας.