Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

 

Μον.Πρωτ.Χαν 3/2013: ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΤΟ ΕΝΣΗΜΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΕΣ ΑΓΩΓΕΣ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΧΑΝΙΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
                                ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ     3/2013
                          ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ
           Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Ευαγγελάτο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε από τη Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Χανίων Πρόεδρο Πρωτοδικών και τη Γραμματέα Νίκη Αντωνιάδου.
            …..
                           ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
                           ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
…..
Το δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα Δικαστήρια αποτελεί θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος), το οποίο κατοχυρώνεται και από την κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ άρθρα 6 και 13) και αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου.
Ο ουσιαστικός νόμος καθορίζει τις ειδικότερες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής στη Δικαιοσύνη θεσπίζοντας δικονομικές προϋποθέσεις, δαπανήματα και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, πλην όμως, ο κοινός νομοθέτης δεν έχει απεριόριστη εξουσία προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών. Οι ρυθμίσεις του ουσιαστικού νόμου πρέπει να συνάπτονται προς τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θέτουν αδικαιολόγητους δικονομικούς φραγμούς στην παροχή εννόμου προστασίας από τα Δικαστήρια, οι οποίοι ισοδυναμούν με κατάργηση, άμεση ή έμμεση, του σχετικού δικαιώματος, άλλως οι ρυθμίσεις αυτές είναι προδήλως αντισυνταγματικές και αντίκεινται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, η επιβολή φορολογικού βάρους με τη μορφή του τέλους δικαστικού ενσήμου μόνο στις καταψηφιστικές αγωγές δεν συνιστούσε στέρηση του δικαιώματος αυτού καθώς συναρτάτο με την εκτελεστότητα της απόφασης και όχι με την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, δεδομένου ότι το δικαίωμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη προστατευόταν επαρκώς με δυνατότητα άσκησης αναγνωριστικής αγωγής. Η διαφορετική αντιμετώπιση της καταψηφιστικής από την αναγνωριστική αγωγή στο θέμα του δικαστικού ενσήμου, είχε επαρκή δικαιοπολιτική εξήγηση, καθώς οι αποφάσεις επί καταψηφιστικών αγωγών είναι το δίχως άλλο εκτελεστές, ενώ οι αποφάσεις επί των αναγνωριστικών αγωγών δεν είναι εκτελεστές, το δε Δημόσιο δεν στερείται του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου που καταβάλλεται όταν η αναγνωριστική απόφαση γίνει, με τους όρους που στο νόμο προβλέπονται, εκτελεστή. Η επέκταση του δικαστικού ενσήμου, όμως, και στις αναγνωριστικές αγωγές και μάλιστα πλέον  σε ποσοστό διπλάσιο από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα (άρθρο 6α’ του ν. 4093/2012), σημαίνει ότι πλέον καθίσταται δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού της παράστασης του διαδίκου, γεγονός προδήλως αντισυνταγματικό, καθώς, καθιστώντας δυσβάσταχτη οικονομικά την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, περιορίζει και σε πολλές περιπτώσεις στερεί το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας. Στα πλαίσια αυτά, ο Άρειος Πάγος με την υπ αριθμ. 675/2010 απόφασή του, έκρινε ότι η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές δεν αναιρεί το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας του διαδίκου «λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής». Είναι προφανές ότι η νομική παραδοχή του Αρείου Πάγου περί της συνταγματικότητας του δικαστικού ενσήμου προϋπέθετε την απωλεσθείσα πλέον δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στα Δικαστήρια με αναγνωριστική αγωγή, η άσκηση της οποίας χωρίς υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου προστατεύει ικανοποιητικά το συνταγματικό δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας. Με την αιτιολογική έκθεση επί του σχεδίου νόμου για το άρθρο 70 φέρεται ως σκοπός της νέας διάταξης η αύξηση των δημοσίων εσόδων, πρόβλεψη που αποτυπώνεται και στην σχετική Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους επί του σχεδίου νόμου. Πλην όμως, σύμφωνα και με τον έντονο νομικό προβληματισμό που διατύπωσε η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής με την έκθεσή της επί του συγκεκριμένου νομοσχεδίου και κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ, η επίκληση αμιγώς ταμειακών αναγκών του Δημοσίου χωρίς σύνδεση με τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης, δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή για τη θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας. Αντίστοιχη είναι και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), κατά την οποία μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να αφομοιωθεί συλλήβδην σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον, το οποίο θα δικαιολογούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την παραβίαση των δικαιωμάτων του πολίτη. Άλλωστε, η υποχρεωτική επιβολή δικαστικού ενσήμου σε όλες τις αγωγές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο ή είναι χρηματικά αποτιμητές δεν συνδέεται με τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης, ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί επαρκώς από τις ταμειακές ανάγκες του δημοσίου από την «κινητοποίηση ενός πολυδάπανου δημόσιου μηχανισμού», όπως αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση. Πρώτον, διότι το λειτουργικό κόστος της Δικαιοσύνης όχι μόνο δεν έχει αυξηθεί, αλλά αντίθετα έχει περιοριστεί κατά πολύ (όμοια και Γνωμοδότηση Κ. Χρυσόγονου- Α. Καϊδατζή, για τη συνταγματικότητα του σχεδίου νόμου «Έγκριση μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016» παρ. Γ 7).  Δεύτερον, διότι η Δικαιοσύνη δεν αποτελεί «μηχανισμό», όπως εσφαλμένα αναφέρεται στην ως άνω αιτιολογική έκθεση, αλλά αποτελεί δημόσια λειτουργία, συνταγματικά κατοχυρωμένη και χρηματοδοτούμενη από το δημόσιο προϋπολογισμό και δεν λειτουργεί με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας. Τρίτον, διότι θα έπρεπε με την ίδια λογική το σχετικό τέλος να επεκταθεί σε όλες τις αγωγές και όχι μόνο στις χρηματικά αποτιμητές, καθώς οι λοιπές αγωγές κινητοποιούν τον ίδιο πολυδάπανο «μηχανισμό» κατά την έκφραση της αιτιολογικής έκθεσης.  Φαίνεται, αντίθετα, ότι η ρύθμιση αποκτά αποτρεπτικό, καταρχήν, και, στη συνέχεια, κυρωτικό χαρακτήρα, ειδικά για τις χρηματικά αποτιμητές αγωγές, καθώς, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, με την επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές επιδιώκεται «να αποτραπεί η συζήτηση προπετών και αβασίμων αγωγών». Ο πολίτης, για λόγους καθαρά εισπρακτικούς, στερείται του δικαιώματος να προσφύγει στη Δικαιοσύνη χωρίς να καταβάλει δικαστικό ένσημο για να εμποδίσει την παραγραφή του δικαιώματός του, να άρει υφιστάμενη αβεβαιότητα περί της ύπαρξης του δικαιώματος ή της έκτασής του, να εκδώσει αναγνωριστική απόφαση, όταν υπάρχει αμφιβολία για τη φερεγγυότητα του οφειλέτη και για τη δυνατότητα εκτέλεσης της απόφασης, να προστατεύσει το εμπράγματο δικαίωμά του από την ανακριβή πρώτη εγγραφή με την οποία αμφισβητείται ολικά ή μερικά το δικαίωμά που έχει επί ενός κτηματογραφημένου ακινήτου, χωρίς βεβαίως όλα αυτά να μπορούν να θεωρηθούν προπετείς και αβάσιμες αγωγές. Ειδικά στην τελευταία περίπτωση των κτηματολογικών αγωγών, είναι σύνηθες οι εναγόμενοι να συνομολογούν ή να αποδέχονται την αγωγή, αφού δεν υφίσταται εν τοις πράγμασι αμφισβήτηση σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ακινήτων των διαδίκων και η όποια αμφισβήτηση ανακύπτει τυπικά κατά την κτηματογράφηση εξ αφορμής πράξεων του ΟΚΧΕ.  Άλλωστε, κατά το Σύνταγμα, μόνο τα αρμόδια Δικαστήρια και ουδείς άλλος, και βεβαίως όχι προκαταβολικά, μπορεί να κρίνει αν οι αγωγές είναι πράγματι προπετείς και αβάσιμες, προβλέπονται δε στον ΚΠολΔ επαρκείς ποινές (άρθρο 205) και κυρώσεις (άρθρα 178-179, περί δικαστικής δαπάνης) για τις περιπτώσεις τέτοιων αγωγών, ώστε να μην χρειάζονται άλλες και σε καμία περίπτωση το δικαστικό ένσημο δεν μπορεί να αποτελέσει τέτοιου είδους κύρωση. Επιπλέον, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι λαμβάνεται υπόψη το δικαστικό ένσημο στον υπολογισμό της επιδικαζόμενης δικαστικής δαπάνης, το γεγονός αυτό αφορά στο χρόνο μετά την παροχή δικαστικής προστασίας και δεν εξισορροπεί τα εμπόδια που τίθενται στον πολίτη κατά το χρόνο προσφυγής του στη Δικαιοσύνη. Συνεπώς, η υποχρεωτική προσκομιδή δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές και μάλιστα τέτοιου ύψους, ως προϋπόθεση προσφυγής στη Δικαιοσύνη, αποτελεί συνταγματικά ανεπίτρεπτο περιορισμό που παρεμποδίζει την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη Δικαιοσύνη και ισοδυναμεί με έμμεση κατάργηση του προστατευόμενου και από την ΕΣΔΑ δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, καθώς προσβάλλει την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος (Ολ. ΣΤΕ 601/2012 ΝΟΒ 2012.376, Ολ. ΣΤΕ 3087/2011, Ολ Ελ. Συν 2006/2008 Α Δημοσίευση Νόμος, Ολ. ΣΤΕ 647/2004 ΔΕΕ 2004.821, ΑΕΔ 33/1995 Δνη 1995.571, ΕΔΔΑ της 28-10-1998, Ait Mououb κατά Γαλλίας, της 15-2-2000 Garcia Manipardo κατά Ισπανίας, της 19-5-2001 Kreuz κατά Πολωνίας, Απόφαση ΕΔΔΑ της 24-5-2006 επί της υπόθεσης Λιακόπουλου κατά Ελλάδος στην προσφυγή υπ αριθμ. 20627/2004, σχόλιο Κ.Μπέη κάτωθι της ΑΠ 9/2002 σε Δίκη 2002.686, Εφετείο Πειραιά 55/2009, Δίκη 2009.246 με σχόλιο Κ.Μπέη).

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Der Fachanwalt“, ο ειδικευμένος δικηγόρος στη Γερμανία

«α, δικηγόρος είσαι, ωραία! Σε ποιόν τομέα ειδικεύεσαι;»

Πόσες φορές δεν έχουμε γίνει εμείς οι δικηγόροι αποδέκτες της παραπάνω ερώτησης από φίλους, γνωστούς, συγγενείς, οι οποίοι καλοπροαίρετα σκεφτόμενοι ίσως ότι, αφού πχ. ο  ιατρός εξειδικεύεται σ’ έναν τομέα της ιατρικής, κάτι αντίστοιχο θα πρέπει να υπάρχει (σε θεσμικό επίπεδο) και για μας τους δικηγόρους.

Δεν υπάρχει. Τουλάχιστον όχι στην Ελλάδα. Και δεν μιλάμε για την προτίμηση κάποιου δικηγόρου να ασχοληθεί από μόνος του μ’ έναν συγκεκριμένο τομέα της νομικής επιστήμης αμπαλάροντας τις γνώσεις του με ένα μεταπτυχιακό ή διδακτορικό. Ούτε για αυτόν τον δικηγόρο που θέλει να αφοσιωθεί αποκλειστικά σ’ έναν τομέα του δικαίου, δηλώνοντας ότι είναι εξειδικευμένος δικηγόρος στον χ τομέα του δικαίου. Αναφέρομαι σ’ έναν απονεμημένο «τίτλο» από κάποια θεσμική αρχή (θα δούμε στη συνέχεια από ποίον και με ποια κριτήρια), ο οποίος όχι μόνο θα διαπιστεύει τις εξειδικευμένες γνώσεις του δικηγόρου επάνω σε κάποιον ή σε κάποιους τομείς του δικαίου δίνοντας του το δικαίωμα να δηλώνει εξειδίκευση, αλλά θα επικαιροποιείται κάθε τόσο από την ίδια την αρχή που απένειμε τον τίτλο.
Η επικαιροποίηση του τίτλου της εξειδίκευσης, δηλ. κατά πόσο ο δικηγόρος εξακολουθεί να κατέχει γνώσεις ειδικές πάνω σ’ έναν τομέα του δικαίου με την πάροδο του χρόνου, αντιπαραβάλλεται σαφώς στους μεταπτυχιακούς τίτλους, αφού οι τελευταίοι απονέμονται εφάπαξ και διατηρείται η ισχύς τους εφ όρου ζωής, ακόμη και στην περίπτωση που ο δικηγόρος δεν έχει ασχοληθεί ποτέ μετά στον επαγγελματικό του βίο πάνω στον τομέα όπου απόκτησε τον μεταπτυχιακό του τίτλο.
Η όλη αυτή η ιστορία της ανάγκης των εξειδικεύσεων μπορεί βέβαια να τεθεί εκ προοιμίου υπό φιλοσοφική /κοινωνιολογική  αμφισβήτηση, επιρρώνοντας το λατινικό ρητό „Purus mathematicus, purus asinus“. Που στα καθ’ ημάς μεθερμηνευόμενων σημαίνει ότι, όποιος κατέχει μόνο έναν συγκεκριμένο τομέα γνώσης, δεν ξέρει απολύτως κανέναν τομέα γνώσης. Ο ειδικός της γνώσης καθίσταται δυστυχής αχθοφόρος, προσηλωμένος εξ ανάγκης στο δικό του δέντρο της γνώσης, αδυνατώντας να δει το δάσος της γνώσης. Κάτι τέτοιο θα έβρισκε αντίθετο τον Νίτσε που έλεγε ότι η εξειδικευμένη γνώση είναι πηγή δυστυχίας.
Ωστόσο η κοινωνική και οικονομική αξία της εξειδίκευσης σήμερα δύσκολα αμφισβητείται. Σε μια εποχή της κατακερμάτισης της γνώσης, ο μη ειδικός καθίσταται ως κάτι το εξωτικό, κάποιος που δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστικός αφού ξέρει «μόνο» λίγο απ’ όλα, κάποιος που δεν έχει λαμβάνειν από ένα κομμάτι της πίτας της γνώσης, αφού δεν έχει εξειδικευτεί σε κάποιο κομμάτι της για να το διεκδικήσει επάξια.

Ειδικά στον τομέα της νομικής επιστήμης με τον τεράστιο όγκο της και το ολοένα και αυξανόμενο εύρος του πεδίου εφαρμογής της, με την ανακάλυψη και εφεύρεση συνεχώς νέων πεδίων δράσεων, η εξειδίκευση των δικηγόρων καθίσταται ως μια εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση επιτυχίας και καταξίωσης του δικηγόρου εφόσον αποφασίσει να εξειδικευτεί κάπου.
Και  ακριβώς ο κατακερματισμός της γνώσης πάνω στον οποίο βασίζεται η εξειδίκευση, αποτελεί σε τελική ανάλυση, επιταγή του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, ο οποίος έχοντας ως σημαία του την ανταγωνιστικότητα , πρέπει εξ ορισμού να επιθυμεί τον κατακερματισμό της γνώσης αφού αν ξέρουμε όλοι λίγα απ’ όλα, δύσκολα επιτυγχάνεται ανταγωνιστική παραγωγή (γνώσεων, προϊόντων κλπ). Έτσι για παράδειγμα στις προηγμένες καπιταλιστικά χώρες, ένας καθηγητής πχ. μαθηματικών του πανεπιστήμιου του Harvard, έχει την ηθική πολυτέλεια να μην γνωρίζει, ποίος ήταν ο Μαγγελάνος, αφού είναι «μόνο» ιδιοφυΐα στα μαθηματικά.

Στα καθ’ ημάς λοιπόν και δη στην εξειδίκευση των δικηγόρων, η Γερμανία ως προεξάρχουσα καπιταλιστική δύναμη εντός της Ευρώπης, πιστή και προσηλωμένη στο δόγμα της ανταγωνιστικότητας, καθόρισε τις προϋποθέσεις της εξειδίκευσης των δικηγόρων θεσμοθετώντας την έννοια του Fachanwalt, δηλ. του ειδικευμένου δικηγόρου.

Ο χαρακτηρισμός του Fachanwalt  είναι ένας τίτλος που απονέμεται σε γερμανό δικηγόρο, ο οποίος πιστοποιεί τις ιδιαίτερες θεωρητικές γνώσεις και την εμπειρία του πάνω σ’ έναν συγκεκριμένο τομέα του δικαίου (§43 BRAO, = ομοσπονδιακός κανονισμός των δικηγόρων). Οι προϋποθέσεις απόκτησης και τήρησης του τίτλου, καθορίζονται στην Fachanwaltsordnung , FAO (= κανονισμός περί εξειδικευμένων δικηγόρων).

Προς το παρόν υπάρχουν είκοσι τομείς δικαίου στους οποίος ο δικηγόρος δύναται να αποκτήσει κάποιον τίτλο εξειδίκευσης (έως τρεις κατά το μέγιστο). Σύμφωνα με μια στατιστική που διεξήχθη από τον ομοσπονδιακό δικηγορικό σύλλογο της Γερμανίας,  (ναι υπάρχει και τέτοιος εκεί), σήμερα περίπου το 25 % των δικηγόρων έχει αποκτήσει τουλάχιστον έναν τίτλο εξειδίκευσης.

Διαδικασία απονομής και προϋποθέσεις

Ο τίτλος εξειδίκευσης απονέμεται από τον εκάστοτε δικηγορικό σύλλογο σύμφωνα με τις διατάξεις της FAO. Για τον σκοπό αυτό έχουν συσταθεί ειδικές επιτροπές εντός του συλλόγου αποτελούμενες από δικηγόρους, που ασχολούνται αποκλειστικά με την απονομή των εν λόγω τίτλων εξετάζοντας τις υποβληθείσες αιτήσεις των ενδιαφερομένων. Εν συνεχεία υποβάλλουν σχετική πρόταση ενώπιον του Δ.Σ του εκάστοτε  δικηγορικού συλλόγου ο οποίος και αποφασίζει για την απονομή ή όχι.
Για να μπορέσει κάποιος δικηγόρος να υποβάλλει τη σχετική αίτηση ενώπιον της επιτροπής θα πρέπει να πληροί τις εξής προϋποθέσεις:
  1. Να είναι τουλάχιστον τρία χρόνια δικηγόρος με πραγματική άσκηση δικηγορίας
  2. Να έχει και να αποδεικνύει ειδικές θεωρητικές γνώσεις πάνω στον ενδιαφερόμενο τομέα δικαίου
  3. Να κατέχει πρακτική εμπειρία πάνω στον συγκεκριμένο τομέα δικάιου.
  4. Να πετύχει στην προφορική εξέταση ενώπιον της επιτροπής του δικηγορικού συλλόγου για την απονομή.

Οι θεωρητικές γνώσεις πιστοποιούνται μετά από παρακολούθηση ειδικών σεμιναρίων πάνω στον επιλεγόμενο τομέα δικαίου, διάρκειας περίπου 120 ωρών, που πραγματοποιούνται είτε από τον ίδιο τον δικηγορικό σύλλογο, είτε από πιστοποιημένα ιδιωτικά ινστιτούτα που έχουν συσταθεί ακριβώς γι ‘αυτό το λόγο. Στην παρακολούθηση των θεωρητικών μαθημάτων εμπεριέχονται και γραπτές εξετάσεις / διαγωνίσματα, στα οποία  πρέπει οπωσδήποτε να πετύχει ο εξεταζόμενος δικηγόρος προκειμένου να λάβει εν συνεχεία το πιστοποιητικό θεωρητικής επάρκειας πάνω στον τομέα δικαίου.
Σημειωτέον ότι, τα θεωρητικά μαθήματα είναι επ’ αμοιβή, (γύρω στα 1000 ευρώ για όλο το πρόγραμμα διδασκαλίας των 120 ωρών) είτε πραγματοποιούνται αυτά από το σύλλογο , είτε από τους παραπάνω ιδιωτικούς φορείς.

Όσον αφορά την πιστοποίηση της πρακτικής εμπειρίας πάνω στον τομέα δικαίου που αποτελεί την τρίτη προϋπόθεση απονομής, ο κανονισμός (FAO), προβλέπει ο δικηγόρος πρέπει να έχει χειριστεί τουλάχιστον έναν προβλεπόμενο  αριθμό υποθέσεων πάνω στον ενδιαφερόμενο τομέα, που κυμαίνεται ανάλογα με τον εκάστοτε τομέα ειδίκευσης. ‘Έτσι για παράδειγμα όποιος επιθυμεί να αποκτήσει τον τίτλο της εξειδίκευσης πάνω στο φορολογικό δίκαιο, θα πρέπει να προσκομίσει λίστα με 50 χειρισθείσες υποθέσεις πάνω σ’ αυτόν τον τομέα. Άλλος που θέλει να λάβει τον τίτλο πάνω στο δίκαιο της  πτώχευσης, θα πρέπει να έχει χειριστεί πριν από την υποβολή της αίτησης, 120 υποθέσεις  πτωχευτικού δικαίου.
Καθίσταται φανερό ότι, ο νέος δικηγόρος κατά κανόνα δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να υποβάλλει αίτηση απονομής τίτλου ειδίκευσης, μιας και δεν θα έχει χειρισθεί τον προβλεπόμενο ελάχιστο αριθμό υποθέσεων.
Τέλος να σημειωθεί ότι, αφού αποκτήσει κάποιος των πολυπόθητο τίτλό, είναι υποχρεωμένος να παρακολουθεί ανά έτος ένα προβλεπόμενο αριθμό ωρών σε σεμινάριο της ειδικότητάς του, προκειμένου να έχει το δικαίωμα να διατηρεί τον τίτλο εσαεί.  Σύμφωνα με τις τρέχουσες απαιτήσεις, ο ελάχιστος αυτός αριθμός είναι η παρακολούθηση 10 ωρών σε σεμινάριο ανά έτος. Σε περίπτωση που ο δικηγόρος δεν προσκομίζει την εν λόγω βεβαίωση παρακολούθησης, θα του αφαιρείται ο τίτλος εξειδίκευσης.

Τομείς εξειδίκευσης:
Οι τρέχοντες τομείς εξειδίκευσης για τους οποίου απονέμεται ο τίτλος του Fachanwalt είναι:
Αγροτικό δίκαιο (agriculural law)
Τραπεζικό δίκαιο και δίκαιο κεφαλαιαγοράς
Εργατικό δίκαιο
Δίκαιο δόμησης και αρχιτεκτόνων
Κληρονομικό δίκαιο
Οικογενειακό δίκαιο
Δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας
Εμπορικό και εταιρικό δίκαιο
Πτωχευτικό δίκαιο
Δίκαιο πληροφορικής
Ιατρικό δίκαιο
Δίκαιο μισθώσεων και ιδιοκατοίκησης
Κοινωνικό δίκαιο
Ποινικό δίκαιο
Φορολογικό δίκαιο
Δίκαιο μεταφορών
Δίκαιο τηλεπικοινωνιών
Δίκαιο οδικής κυκλοφορίας
Ασφαλιστικό δίκαιο
Διοικητικό δίκαιο
Όπως προσημειώθη,  σήμερα έχει αποκτήσει τίτλο εξειδίκευσης ένα 25 % των δικηγόρων στη Γερμανία και ο αριθμός των ενδιαφερομένων βαίνει αυξανόμενος με ραγδαίους ρυθμούς. Ο λόγος είναι προφανής: Σύμφωνα με στατιστική έρευνα που διεξήχθη προς λίγων ετών το 80 % των πολιτών δηλώνει ότι, θα εμπιστευόταν την υπόθεση του σε κάποιον ειδικευμένο δικηγόρο παρά σε κάποιον που δεν φέρει τίτλο εξειδίκευσης. Αντίστοιχα είναι και οι αμοιβές των ειδικευμένων δικηγόρων σε σχέση με τους μη δηλούντες κάποια ειδίκευση.











Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Φορολόγιση εκκλησίας στη Γερμανία

Μιάς και όλο και συχνότερα τίθεται τον τελευταίο καιρό  στο τραπέζι των συζητησεων το θέμα της φορολόγισης της εκκλησίας, ας ρίξουμε μια ματιά τι ισχύει σχετικά στη Γερμανία. Όχι τίποτε άλλο, αλλά αφού αυτοί καθορίζουν πλέον το παιχνίδι στα καθ' ημάς, να ξέρουμε τι μας περιμένει. Λοιπόν, το 2011 , τα εσοδα της επισημης ρωμαιοκαθολικης και της προτεσταντικής εκκλησιας στη Γερμανια απο τους εκλ. φόρους (Kirchensteuer ), ανήλθαν κοντα στα 10 εκατομύρια σύμφωνα με επισημη δημοσιοποιηση των εσόδων, εδώ) . Ο εκκλησιαστικος φόρος επιβαρύνει κάθε έναν πιστό που είναι εγγεγραμμένος ως εκκλησιαζόμενος πιστός (ως συνήθως στη φορολογική δήλωσή ). Εκπίπτει εν συνεχεία απο τα καθαρό εισόδημα του φορολογούμενου-πιστού. Ωστόσο, παρά αυτήν την διευκόλυνση , αποχώρησαν τα τελευταια 40 χρόνια απο τους εν λόγω καταλόγους με τα εγγεγραμμενα μέλη της εκκλησίας περίπου 70 % των γερμανων , δηλώνοντας τοιουτοτροπως  ενώπιον του αρμόδιου γι αυτους ειρηνοδικείου οτι , αναλαμβανουν το μεταφυσικο ρίσκο να εισελθουν μονοι τους στα επουρανια ενδιαιτηματα του παραδείσου χωρίς την προηγούμενη επικύρωση του one-way-ticket εισιτηρίου απο τον παπά της ενορίας τους. Η καθ'όλα αντιχριστιανική απάντηση της επίσημης εκεί εκκλησίας ήταν λακωνική πλην αποκαλυπτική: "δεν πλερωνεις, ε, ασταδιαλα τότε" (προφανώς εννοούμενο κυριολεκτικά, αφού δεν γίνεται σ αυτήν την περίπτωση ούτε κηδεία μετά της αυτής συνοδευόμενης ψαλμωδίας  " εν τόπω χλοερώ, εν τόπο φωτεινώ....."κατά το δόγμα της εκεί εκκλησίας). Αυτό θα πει καπιταλισμός κύριοι, αφού ακόμα και για τον άλλον κοσμο θα πρέπει να είσαι οικονομικά εύρωστος ,αλλιώς πας και κανεις παρέα στην κόλαση με τους κομμουνιστές . Βέβαια εδώ , οι ντόπιοι παπαδες μας δεν εχουν αναγκη απο τετοια σαχλα, φορους και αλλα αποτρεπτικα... ασχολουνται απλως με real estate και ησυχαζουν εαυτούς εδω και μας στον αλλον κόσμο....

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Νομικό καθεστώς δικηγορικών αμοιβών στη Γερμανία

Στον κυκεώνα της προϊούσας απαξίωσης του δικηγορικού επαγγέλματος μας, πολλά έχουν γραφεί και λεχθεί το τελευταίο διάστημα για την αδήριτη ανάγκη του «ανοίγματος» του κατ’ ευφημισμόν κλειστού επαγγέλματος και προκρίνεται λυσσωδώς γι αυτό το λόγο, η κατάργηση των λεγόμενων νόμιμων αμοιβών των δικηγόρων, ως μια εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση της επαγγελματικής απελευθέρωσης .
Με δεδομένη την παραδοχή ότι κύριος ενορχηστρωτής και βασικός παίχτης όλων αυτών που συμβαίνουν στην Ελλάδα τα τελευταία 3 χρόνια είναι η Γερμανία, κρίνεται σκόπιμο να ρίξουμε μια ματιά τι ισχύει τελικά στη Γερμανία όσων αφορά τις λεγόμενες αμοιβές των εκεί συναδέλφων και να δούμε εν τέλει, εάν αυτά που σκοπεύουν να εφαρμόσουν εδώ στο προτεκτοράτο δια των ντόπιων ξεγάνωτων τενεκέδων, ισχύουν και στη Γερμανία. Σ’ αυτήν την περίπτωση, θα είχαν τουλάχιστον το ηθικό απόθεμα να ζητούν από την Ελλάδα πράματα που έχουν εφαρμόσει οι ίδιοι στη χώρα τους. Στην αντίθετη περίπτωση θα πρόκειται απλώς για ατόφιο και παστρικό «δούλεμα» ιθαγενών.

Καταρχήν λεκτέο, ότι στη Γερμανία υπάρχουν ελάχιστες αμοιβές δικηγόρων!. Και μάλιστα πιο εξειδικευμένες και αφορώσες σχεδόν κάθε κίνηση του δικηγόρου τόσο όταν ασχολείται δικαστικώς όσο και εξωδικαστικώς. Η πρώτη μεγάλη διαφορά με το ελληνικό σύστημα είναι ότι οι αμοιβές των δικηγόρων εκεί είναι κλιμακωτές βάσει της επίδικης διαφοράς. Έτσι ενώ στην Ελλάδα η παράσταση ενώπιον πχ. Ειρηκείου είναι ίδια είτε το επίδικο αίτημα είναι 6000 ευρώ είτε 19.990 ευρώ, στη Γερμανία κλιμακώνεται η αξία ανά 1000 ευρώ επίδικης διαφοράς!
Συγκεκριμένα, ο νόμος που ρυθμίζει τα των αμοιβών των δικηγόρων είναι το Rechtsanwaltsvergütungsgesetz του 2004 σε συνδυασμό με τη λίστα VV!
Ο νόμος διακρίνει σε εξωδικαστικές ενέργειες και σε δικαστηριακές του δικηγόρου. Στην πρώτη συζήτηση με τον πελάτη, προβλέπεται ο δικηγόρος να δύναται να απαιτήσει έως 190 ευρώ για παροχή συμβουλών (προφορικά εννοείται). Κατά τ’ άλλα, στη συνέχεια το ύψος της αμοιβής του καθορίζεται είτε από τον νόμο και μάλιστα από το ύψος του επίδικου αιτήματος (κλιμακωτά!), είτε βάσει ελεύθερης έγγραφης συμφωνίας μεταξύ πελάτη και δικηγόρου (πράγμα που συμβαίνει κυρίως σε ποινικές υποθέσεις).
Οι δικαστηριακές αμοιβές στα αστικά (παραστάσεις) δεν μπορούν να είναι κατώτερες από τις ελάχιστες ενώ μπορούν να είναι υψηλότερες αυτών, ενώ οι εξωδικαστικές ενέργειες, συμφωνούνται ακόμη και κάτω από το ύψος των ελαχίστων.
Ως παράρτημα στον εν λόγω νόμο, υπάρχει και λίστα (Vergütungsverzeichnis) με το κλιμακωτό αντικείμενο διαφοράς (Gegenstandswert) και παραπλεύρως αυτού, το αντίστοιχο ποσό του ύψους δικηγορικής πράξης (Gebührenwert) . Πάνω στο τελευταίο ποσό ο δικηγόρος πολλαπλασιάζει με δεδομένο συντελεστή, και έτσι καθορίζεται η εκάστοτε αμοιβή του.
Ας γίνει το παραπάνω κατανοητό με ένα απλό παράδειγμα:

Αποζημίωση μετά από τροχαίο.
Ο Α ενάγει τον Β για καταβολή αποζημίωσης και ηθικής βλάβης ύψους 10.000 ευρώ λόγω υπαιτιότητας του εναγόμενου στο τροχαίο. Ο δικηγόρος του ενάγοντος ασχολείται με την υπόθεση από την αρχή δηλ. τόσο εξωδικαστικώς όσο και σε πρώτο βαθμό.
Σύμφωνα με τον εν λόγω νόμο, η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται:
-εξωδικαστικώς με το που αναλαμβάνει την υπόθεση δηλ. μελετάει το φάκελο (Geschäftsgebühr): 1,3 επί 558 ευρώ = 725,40 ευρώ
- Με την κατάθεση της αγωγής (Verfahrensgebühr) θα πληρώσει το πάνω ποσό κατά μισό άρα 362,70 ευρώ
- Αν γίνει η συζήτηση θα πληρώσει 558 x 1,2= 669,60 ευρώ
- Στα παραπάνω ποσά προστίθενται και τα πάγια έξοδα αναλωσίμων 20 ευρώ (Φωτ/πίες τηλεφωνήματα, που θεσμοθετημένα έξοδα),
και το όλο ποσό των 1.777,70 ευρώ υπόκειται σε ΦΠΑ (19%) = 337,76 ευρώ.

Άρα για το παραπάνω παράδειγμα ο δικηγόρος θα αμειφθεί με 2115,50 ευρώ.

Από το παραπάνω απλό παράδειγμα προκύπτει καταφάνερα, ότι ελάχιστες αμοιβές όχι μόνο υπάρχουν στη Γερμανία αλλά είναι και απείρως πιο συγκεκριμένες και αφορούν …….τα πάντα!!!. Δεν είναι μάλιστα λίγες οι περιπτώσεις όπου εκκρεμοδικούν υποθέσεις μεταξύ πελάτη και δικηγόρου, ακριβώς επειδή ο τελευταίος δεν υπολόγισε σωστά, ήτοι υπέρμετρα, την αξία της αμοιβής του. Το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο (BGH) , έχει ασχοληθεί ουκ ολίγες φορές με ζητήματα αμοιβών των δικηγόρων.
Είναι απορίας άξιο λοιπόν, πως απαιτούν κάποιοι που έχουν θεσμοθετήσει τα πάντα και δεν μπορούν να κάνουν «βήμα» μπροστά εάν δεν προβλέπεται απ το νόμο, να απαιτούν από τους εδώ να καταργήθουν τα πάντα. Πρόκειται σαφώς για εμπαιγμό με μεγάλη δόση αυθαιρεσίας. Στο κάτω κάτω βρε αδερφέ, αν τα κάνουμε ΑΚΡΙΒΩΣ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ, θα έρθουν να μας υποδείξουν να ανοίξουμε το επάγγελμα όταν οι ίδιοι το έχουν κατάκλειστό;!